- δελφινίζω
- δελφῑν-ίζω,A duck like a dolphin,
τὸ κάρα Luc. Lex.5
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ κάρα Luc. Lex.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δελφινίζω — (Α) [δελφίς] κολυμπώ σαν δελφίνι, βουτώ σαν δελφίνι («κάρα δελφινίσαντες περιένεον ὑποβρύχιοι θαυμασίως» αφού έκαναν βουτιά με το κεφάλι κολυμπούσαν κάτω από το νερό) … Dictionary of Greek
δελφινίσαντες — δελφινίζω duck like a dolphin aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)